παγγερμανιστικός

παγγερμανιστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή έχει σχέση με τον παγγερμανισμό (βλ. λ.): Παγγερμανιστική άποψη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παγγερμανιστικός — ή, ό [παγγερμανιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παγγερμανισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”